-
1 λωποδυτης
1) вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. — литературный вор, плагиатор
См. также в других словарях:
λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… … Dictionary of Greek